φθοροποιός

φθοροποιός
φθορο-ποιός, όν,
A causing destruction, Boëth.Stoic.3.265, Petos. ap. Vett. Val.80.7, Dsc.Alex. Praef., Placit.5.30.1, Doroth. in Cat.Cod.Astr.2.196;

δύναμις Ph.2.96

;

πάθος Simp. in Cael.436.26

: c. gen., Ph.2.327, al.;

τῶν ζῴων Gp.2.27.5

;

μεταβολὴ φ. τοῦ μεταβαλλομένου Dam.Pr.414

.
2 abortifacient, Ps.-Dsc.1.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φθοροποιός — causing destruction masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθοροποιός — ά, ό / φθοροποιός, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Ν αυτός που προξενεί φθορά, βλαπτικός, καταστρεπτικός μσν. αυτός που προκαλεί διακοπή τής κύησης αρχ. (με παθ. σημ.) αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • φθοροποιός — ά, ό αυτός που προξενεί φθορά, καταστρεπτικός, ολέθριος: Φθοροποιές επιδράσεις των κακών συναναστροφών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθοροποιόν — φθοροποιός causing destruction masc/fem acc sg φθοροποιός causing destruction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθοροποιοί — φθοροποιός causing destruction masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθοροποιούς — φθοροποιός causing destruction masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθοροποιά — φθοροποιός causing destruction neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθοροποιέ — φθοροποιός causing destruction masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθοροποιῷ — φθοροποιός causing destruction masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθοροποιώ — έω, Α [φθοροποιός] επιφέρω φθορά, είμαι φθοροποιός …   Dictionary of Greek

  • гоубительныи — (6*) пр. Губительный, пагубный: и вьсьде лиха˫а ѣдь ѥсть || гѹбителъна. (φθοροποιός) Изб 1076, 239 об.–240; бѩше бо сквьрньна та и гѹбительна ехидьна. СбТр ХІI/ХІІІ, 38 об.; искоренѩѥть стра(с) гѹбителнѹю и неистовую. ПНЧ 1296, 103; тлѣнотворныи… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”